Μέθοδοι θεραπείας

Για τον σχεδιασμό και την επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής παρέμβασης ( η οποία πρέπει να είναι εξατομικευμένη), υπάρχουν κάποια κριτήρια σύμφωνα με τα οποία επιλέγουμε με ποια μέθοδο θα προσεγγίσουμε το παιδί, ή αν θα χρησιμοποιήσουμε μια συνισταμένη, με στοιχεία και από άλλη θεραπευτική μέθοδο.

Τα κριτήρια αυτά είναι:
• Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού
• Σε τι βαθμό εμφανίζονται οι διαταραχές και πως αντιμετωπίζεται το συγκεκριμένο παιδί σε κάθε προσέγγιση
• Το επίπεδο των ικανοτήτων του
• Αν η συμπεριφορά του διαταράσσει την συνεργασία μας μαζί του
• Η ηλικία του
• Ποιοι είναι οι στόχοι που θέτει η παρέμβαση για την πρόοδό του
• Ποια επιστημονικά δεδομένα τεκμηριώνουν την επίτευξη των στόχων
• Κατά πόσο ταιριάζει η προσέγγιση με το προσωπικό στυλ, τις ιδέες, τη φιλοσοφία των γονέων και των θεραπευτών-εκπαιδευτών
• Και τέλος κάτι που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε είναι το κόστος του προγράμματος

Νευρο-Eξελικτική Αγωγή (Bobath-N.D.T):

Η νευροεξελικτική αγωγή είναι μία ιδανική και διεθνώς αποδεκτή και εφαρμοσμένη θεραπευτική μέθοδος, για παιδιά που παρουσιάζουν κινητικά προβλήματα, νευροαναπτυξιακά, προβλήματα κινητικής οργάνωσης.
Τέτοια προβλήματα μπορεί να είναι: ελλιπής στασικός έλεγχος, ανεπαρκής έλεγχος κορμού-κεφαλής, ανεπάρκεια σε ισορροπιστικές αντιδράσεις, απουσία ή ελλειμματικές αυτόματες αντιδράσεις, παθολογική δραστηριότητα, παθολογικό μυϊκό τόνο.
Η βασική ιδέα της μεθόδου είναι η μείωση των παθολογικών αντανακλαστικών και κινητικών προτύπων και η ενίσχυση της φυσιολογικής στάσης, κίνησης και προτύπων.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι:
• Αναχαίτισης (inhibition)
• Διευκόλυνσης (facilitation)
• Ερεθισμού (stimulation)
• Παλαμισμού (tapping)
• Φορτίσεις και μεταφορές βάρους (weight bearing and shifting)

Στοιχεία Αισθητηριακής ολοκλήρωσης (S.I.-Sensory Integration)

Η αισθητηριακή ολοκλήρωση είναι μία νευρο-βιολογική διαδικασία, η οποία συμβαίνει σε όλους μας και κατά την οποία τα εκλαμβανόμενα ερεθίσματα από το περιβάλλον γύρω μας και από το ίδιο μας το σώμα (ιδιοδεκτικά ερεθίσματα), ο ώριμος νευρολογικά οργανισμός τα επεξεργάζεται και οργανώνει προκειμένου να ανταπεξέλθει επιτυχώς στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Τα πιο κοινά πρότυπα δυσλειτουργίας της αισθητηριακής ολοκλήρωσης περιλαμβάνουν: διαταραχές οπτικής αντίληψης, οπτικό-κινητικές διαταραχές, διαταραχές οπτικής κατασκευής και πραξίας, (οπτική δυσπραξία), διαταραχές οπτικής διάκρισης, διαταραχές αιθουσαίας επεξεργασίας, διαταραχές ιδιοδεκτικής επεξεργασίας και φτωχή αντίληψη σχήματος του σώματος, διαταραχές αμφίπλευρης ολοκλήρωσης και διαδοχικότητας συμπεριλαμβανόμενο και το φτωχό στασικό έλεγχο (αμφίπλευρη ολοκλήρωση & διαδοχικότητα), δυσπραξία με σωματοαισθητηριακή βάση (σωματοδυσπραξία), δυσπραξία γλωσσικής βάσεως (δυσπραξία στη λεκτική εντολή), αισθητηριακές ευαισθησίες προπαντός απτική αμυντικότητα και βαρυτική ανασφάλεια.

Πρότυπα δυσλειτουργίας αισθητηριακής ολοκλήρωσης και που περιλαμβάνουν την κινητική αδεξιότητα, την καθυστέρηση στην λεπτή και αδρή κινητικότητα, τις διαταραχές ισορροπίας, την φτωχή πράξη, πολλές φορές περιλαμβάνονται στη διαγνωστική κατηγορία της Αναπτυξιακής Διαταραχής Συντονισμού.
Συνήθως η μέθοδος εφαρμόζεται σε παιδιά με υψηλής λειτουργικότητας αυτισμό, ή σύνδρομο Asperger.
Απαραίτητο έτσι για την εφαρμογή είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος με έναν εξοπλισμό όπου παρέχει ιδοδεκτικά ,αιθουσαία, απτικά ερεθίσματα.
Σκοπός είναι να μπορέσει το άτομο να διατηρήσει έναν στασικό, κινητικό έλεγχο ενώ κινείται στο περιβάλλον κι αλληλεπιδρά με ανθρώπους κι αντικείμενα αποτελεσματικά.

Μυοπεριτονιακή λύση (Myo-Fascial Release)

Η περιτονία είναι ένας ανθεκτικός συνδετικός ιστός που βρίσκεται διάχυτος στο σώμα σαν μία τρισδιάστατη μεμβράνη από το κεφάλι έως τα δάκτυλα των ποδιών. Η περιτονία βρίσκεται παντού και περιβάλλει κάθε μυ, οστό, νεύρο, αιμοφόρο αγγείο και όργανο από την εξωτερική της επιφάνεια μέχρι κυτταρικού επιπέδου. Γενικά η περιτονία παρέχει υποστήριξη, σταθερότητα και προστασία, καθότι είναι ένα κινούμενο κι ευέλικτο σύστημα.
Ένας τραυματισμός μπορεί να προκαλέσει σύσφιξη της περιτονίας, όπου είναι μία φυσιολογική ιστολογική και βιομηχανική αντίδραση. Χάνει έτσι την ευκαμψία της, περιορίζεται και γίνεται μία πηγή έντασης για όλο το σώμα. Η βασική ουσία στερεοποιείται, το κολλαγόνογίνεται πυκνό και ινώδες και η ελαστίνη χάνει την ανθεκτικότητά της. Με το χρόνο η κατάσταση αυτή καταλήγει σε προβληματική βιομηχανική των μυών, αλλάζει τη δομική ευθυγράμμιση και ελαττώνει τη δύναμη, αντοχή και τον κινητικό συγχρονισμό. Έτσι ο ασθενής έχει πόνο και χάνει τη λειτουργική του ικανότητα.
Περιορισμός-σύσφιξη της περιτονίας μπορεί να προκληθεί από:
• Τραυματισμό
• Κακή στάση
• Παθήσεις του Κ.Ν.Σ (π.χ εγκεφαλική παράλυση)
• Συναισθηματική φόρτιση, στρεσογόνες καταστάσεις (π.χ.κεφαλαλγία τάσης)
Η μυοπεριτονιακή λύση είναι μία τεχνική χειρισμών στα μαλακά μόρια η οποία διευκολύνει την επιμήκυνση της περιορισμένης περιτονίας. Εφαρμόζεται μία διαρκής πίεση πάνω στην περιοχή του περιορισμού και μετά από συγκεκριμένο χρόνο, γίνονται ιστολογικές αλλαγές που επιφέρουν την πρώτη λύση. Έπειτα από την επανάληψη της τεχνικής μερικές φορές και μετά από μερικές λύσεις, ο ιστός γίνεται πιο μαλακός κι εύκαμπτος.
Η επαναφορά του μήκους και της υγείας του μυοπεριτονιακού συστήματος, αποσύρει την πίεση από περιοχές που είναι ευαίσθητες στον πόνο, όπως νεύρα, αιμοφόρα αγγεία και επαναφέρει την ευθυγράμμιση και κινητικότητα στις αρθρώσεις.
Η ΜΠΛ (MFR), είναι μία πολυδιάστατη θεραπεία όσον αφορά την θεωρία και την τεχνική της. Ο τελικός σκοπός της θεραπείας είναι η επιμήκυνση του περιορισμένου συνδετικού ιστού, η άρση νευρομυϊκών προτύπων σφιξίματος και η διευκόλυνση της δομικής ευθυγράμμισης τουσώματος. Αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω τρισδιάστατης έλξης ή συμπίεσης.
Αποτελεί λοιπόν ένα άριστο θεραπευτικό μέσο, όπου βοηθά στην μείωση τυχόν αυξημένου μυϊκού τόνου και στη χαλάρωση.

PECS (Picture Exchange Communication System)

Σύστημα Eπικοινωνίας μέσω Aνταλλαγής Eικόνων
Αναπτύχθηκε από: Andrew S. Bondy, Ph.D., & Lori Frost, M.S., CCC / SLP
Το PECS ξεκινά με τη διδασκαλία ενός μαθητή στο να ανταλλάξει μια εικόνα με τον εκπαιδευτή του για να αποκτήσει το επιθυμητό αντικείμενο, ο οποίος (εκπαιδευτής) εκπληρώνει αμέσως την επιθυμία του μαθητή. Το πρωτόκολλο εκπαίδευσης βασίζεται στο βιβλίο του B.F. Skinner «Κατανόηση της Λεκτικής Συμπεριφοράς» (Verbal Behavior), με στόχο να διδάσκονται συστηματικά λειτουργικοί λεκτικοί συντελεστές (verbal operants) χρησιμοποιώντας τεχνικές καθοδήγησης (prompts) και ενισχυτικές στρατηγικές, που θα συμβάλλουν στην αυτόνομη επικοινωνία. Δεν χρησιμοποιούμε λεκτική καθοδήγηση, έτσι ώστε να πετύχουμε την ανάπτυξη της άμεσης πρωτοβουλίας και να αποφύγουμε την εξάρτηση του μαθητή από οποιαδήποτε μορφή στήριξης ή βοήθειας. Η διδασκαλία του σύστηματος συνεχίζεται με τη διάκριση των εικόνων και στη συνέχεια με τη σωστή τοποθέτηση των εικόνων κατά τη δημιουργία προτάσεων. Στα πιο προχωρημένα στάδια τα άτομα διδάσκονται να σχολιάζουν πράγματα που παρατηρούν γύρω τους και να απαντούν σε απευθείας ερωτήσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι παιδιά προσχολικής ηλικίας που χρησιμοποιούν τη μέθοδο PECS αναπτύσσουν και ομιλία.
Η μέθοδος PECS έχει σημειώσει επιτυχία και με ενήλικες και εφήβους με εκταταμένες επικοινωνιακές, γνωστικές και κινητικές δυσκολίες. Οι αρχές της μεθόδου PECS αναφέρονται στο Εκπαιδευτικό Εγχειρίδιο PECS (2η έκδοση) που γράφτηκε από την Lori Frost, MS, CCC / SLP και τον Andrew Bondy, PhD. Το εγχειρίδιο προσφέρει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εφαρμογή της μεθόδου PECS. Καθοδηγεί τους αναγνώστες μέσω της παρουσίασης των έξι σταδίων του PECS στη χρήση του συστήματος, παρέχοντας παραδείγματα,χρήσιμες πληροφορίες, ιδέες για τη χρήση του, πίνακες δεδομένων και αξιολογήσεις / αναφορές προόδου. Το εκπαιδευτικό αυτό εγχειρίδιο είναι αναγνωρισμένο από επαγγελματίες στο χώρο της επικοινωνίας και της ανάλυσης συμπεριφοράς, καθώς αποτελεί έναν αποτελεσματικό και πρακτικό οδηγό σε ένα από τα πιο νεωτεριστικά συστήματα που είναι διαθέσιμα. Η μέθοδος PECS είναι απολύτως επιτυχής αν συνδυαστεί κατάλληλα με στοιχεία ανάλυσης της συμπεριφοράς. Το εγχειρίδιο προσφέρει πολλές προτάσεις για το πώς μπορεί να γίνει αξιολόγηση ενισχυτών, τεχνικών διδασκαλίας, απόσυρση οποιασδήποτε βοήθειας και για άλλα παρόμοια θέματα.
PECS με μια ματιά
Στάδιο I: Διδάσκει εξ αρχής τους μαθητές να παίρνουν πρωτοβουλία για επικοινωνία, με το να ανταλλάσσουν εικόνες για να αποκτήσουν επιθυμητά αντικείμενα.
Στάδιο II: Διδάσκει τους μαθητές να επιμένουν στην επικοινωνία, να ψάχνουν τις εικόνες τους και να ανταλλάσσουν την επιθυμητή εικόνα, πηγαίνοντας προς το άτομο που θα ικανοποιήσει το αίτημά τους.
Στάδιο III: Διδάσκει στους μαθητές να διακρίνουν τις εικόνες και να επιλέγουν την εικόνα που αντιπροσωπεύει το επιθυμητό γι' αυτούς αντικείμενο.
Στάδιο IV: Μαθαίνει τους μαθητές να δομούν μια πρόταση για να εκδηλώσουν ένα αίτημα της μορφής «θέλω + (επίθ)+ αντικείμενο»
Στάδιο V: Μαθαίνει τους μαθητές να ανταποκρίνονται στην ερώτηση «Τι θέλεις;».
Στάδιο VI: Μαθαίνει τους μαθητές να σχολιάζουν αυθόρμητα τα πράγματα στο περιβάλλον τους, καθώς και να κάνουν οι ίδιοι ερωτήσεις.
Ανάπτυξη Λεξιλογίου:
Μαθαίνει τους μαθητές να χρησιμοποιούν επιθετικούς προσδιορισμούς, χρώματα, σχήματα, μεγέθη, όταν ζητούν διάφορα πράγματα.

TEACCH (Treatment and Education of Autistic and Communication related handicapped CHildren)
(ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΣΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΙΣΜΟΥ)

Σύμφωνα με τη δομημένη προσέγγιση, ο αυτισμός θεωρείται ως μια διαταραχή της ανάπτυξης με ιδιαίτερα γνωστικά χαρακτηριστικά. Τα άτομα με αυτισμό έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο σκέψης, που είναι αποδεκτός και σεβαστός. Ο αυτισμός, σύμφωνα με την προσέγγιση TEACCH χαρακτηρίζεται ως μια διαφορετική «κουλτούρα», με την έννοια ότι τα άτομα με αυτισμό έχουν κοινά γνωστικά χαρακτηριστικά και παρόμοιες συμπεριφορές (Mesibov, Shea & Schopler, 2005).
Απαραίτητη προϋπόθεση της κατάλληλης ειδικής αγωγής είναι η κατανόηση των ιδιαίτερων γνωστικών χαρακτηριστικών των ατόμων με αυτισμό και η προσαρμογή του περιβάλλοντος ώστε να είναι κατανοητό. Συνεπώς, ο στόχος της ειδικής εκπαίδευσης δεν είναι η κανονικοποίηση των παιδιών με αυτισμό αλλά η υποστήριξη τους με κατάλληλες προσαρμογές του φυσικού περιβάλλοντος. Η εκπαιδευτική στήριξη παρέχεται εφόρου ζωής και προσαρμόζεται στο επίπεδο των δυσκολιών που έχει το κάθε άτομο στο φάσμα του αυτισμού.
Η δομημένη προσέγγιση αξιοποιεί τα ευρήματα της ψυχολογικής και εκπαιδευτικής έρευνας για την ιδιαίτερα καλή οπτική αντίληψη και σκέψη των ατόμων με αυτισμό (Quill, 1997? Schuler, 1995). Επομένως, ο ρόλος του θεραπευτή συνίσταται στην αποκωδικοποίηση των προσδοκιών και των κανόνων του μη-αυτιστικού περιβάλλοντος ώστε τα άτομα με αυτισμό να είναι σε θέση να επικοινωνήσουν με μεγαλύτερη ευκολία και επιτυχία με τα άτομα της μη-αυτιστικής κουλτούρας. Τούτο σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός κατανοώντας τον ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης και σκέψης των ατόμων με αυτισμό θα τροποποιήσει το περιβάλλον μάθησης ώστε το άτομο με αυτισμό να το κατανοεί και να είναι σε θέση να ανταποκριθεί πιο αυτόνομα σε αυτό.
Η διδασκαλία με την χρήση οπτικοποιημένου υλικού έχει αναδειχθεί ως ιδιαίτερα επιτυχημένη μέθοδος για την κατάκτηση της αυτονομίας σε μαθητές με αυτισμό (MacDuff, Krantz & McClannachan, 1993? Pierce & Schreibman, 1994). Η δομημένη προσέγγιση προσφέρει τις κατάλληλες μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η εφαρμογή της δομημένης προσέγγισης βασίζεται σε μία συνεχή και συστηματική αξιολόγηση που εστιάζεται στις ικανότητες, τα ενδιαφέροντα και τις αναδυόμενες δεξιότητες των παιδιών με αυτισμό. Αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο κύριος στόχος της αξιολόγησης δεν είναι να εντοπιστούν οι αδυναμίες του ατόμου με αυτισμό αλλά οι δεξιότητες που μπορεί να κατακτήσει με λίγη βοήθεια («αναδυόμενες»). Οι πληροφορίες που συλλέγονται για τα ενδιαφέροντα και τις εμμονές των παιδιών με αυτισμό αξιοποιούνται στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί με αυτισμό έχει εμμονή με τα τρένα, το εκπαιδευτικό υλικό για να διδαχθεί έννοιες, όπως τα χρώματα, τα σχήματα, οι αριθμοί, τα γράμματα ή λέξειςμπορεί να συνδέεται με το θέμα των τρένων. Μία άλλη σημαντική παιδαγωγική αρχή που διέπει την δομημένη προσέγγιση είναι η συνεργασία με τους γονείς (Marcus, Kunce & Schopler, 1997). Οι γονείς θεωρούνται ως συν- θεραπευτές, δηλαδή καλούνται να έχουν ενεργή συμμετοχή στην εκπαίδευση του παιδιού τους, ώστε να είναι εφικτή η γενίκευση των δεξιοτήτων του στο περιβάλλον του σπιτιού και της κοινότητας. Οι γονείς συμμετέχουν ως εκπαιδευόμενοι σε σεμινάρια για την εφαρμογή μεθόδων της δομημένης προσέγγισης στο σπίτι καιλαμβάνουν καθοδήγηση και στήριξη από τους θεραπευτές TEACCH. Ο πρώτος στόχος της δομημένης προσέγγισης είναι η κατανόηση του περιβάλλοντος από τα άτομα με αυτισμό (Shulman 2004α, 2004β). Το δομημένο περιβάλλον ανταποκρίνεται καλύτερα στον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης των ατόμων με αυτισμό. Όταν οι λειτουργίες του κάθε χώρου στο περιβάλλον είναι σαφείς τότε οι απαιτήσεις είναι κατανοητές από τα άτομα που καλούνται να ανταποκριθούν σε αυτό. Επιπλέον, το οργανωμένο περιβάλλον είναι προβλέψιμο και διευκολύνει την προσαρμογή των ατόμων με αυτισμό σε αυτό. Ο δεύτερος στόχος της δόμησης του περιβάλλοντος είναι η αυθόρμητη επικοινωνία του ατόμου με αυτισμό. Όταν ένα παιδί με αυτισμό γνωρίζει και είναι εξοικειωμένο με το περιβάλλον του, μπορεί και να εκφράσει καλύτερα για τις ανάγκες του μέσα σε αυτό. Ακόμη, σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, σηματοδοτείται με ευκολία και σαφήνεια η ολοκλήρωση μιας δραστηριότητας. Επιπλέον, σε ένα οργανωμένο περιβάλλον οι ρουτίνες ενσωματώνονται πιο εύκολα και τα άτομα με αυτισμό μπορούν να τις ακολουθήσουν πιο ομαλά.

Μέθοδοι της δομημένης διδασκαλίας

• Η δόμηση του περιβάλλοντος της τάξης

Η περιγραφή που ακολουθεί περιορίζεται στους χώρους μιας τάξης για παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Κάθε περιοχή διδασκαλίας θα πρέπει να είναι οριοθετημένη με οπτική σαφήνεια.

• Το ημερήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της τάξης

Στη δομημένη προσέγγιση το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της τάξης είναι εξατομικευμένο και ημερήσιο (Collia-Faherty, 1999? Mesibov, Browder & Kirkland, 2002). Ένα απλό πρόγραμμα περιλαμβάνει δύο δραστηριότητες: «πρώτα δουλειά και μετά παιχνίδι» και όχι το αντίστροφο. Με ένα τέτοιο πρόγραμμα δίνονται πληροφορίες στα παιδιά με αυτισμό για ό,τι προηγείται και ό,τι ακολουθεί.

Η μορφή της οπτικής σηματοδότησης κάθε δραστηριότητας στο πρόγραμμα μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το γνωστικό επίπεδο του κάθε παιδιού με αυτισμό. Συνήθως, η πρώτη μορφή σηματοδότησης είναι τα αντικείμενα της δραστηριότητας που θα ασχοληθεί το παιδί. Για τον σκοπό αυτό, επιλέγουμε αντικείμενα που να έχουν νόημα για το παιδί. Για παράδειγμα, ένα τουβλάκι lego μπορεί να σηματοδοτεί μία δραστηριότητα με κατασκευαστικό παιχνίδι.
Σε πιο προχωρημένα επίπεδα οπτικής αναπαράστασης μιας δραστηριότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν φωτογραφίες ή εικόνες, ή εικόνες και λέξεις, μόνο λέξεις ή προτάσεις.

• Το σύστημα εργασίας

Το τρίτο στοιχείο της δομημένης διδασκαλίας είναι το εξατομικευμένο σύστημα εργασίας. Σε ένα πλήρες σύστημα εργασίας περιέχονται οι εξής πληροφορίες για το μαθητή με αυτισμό:
α) ποια δουλειά θα κάνει
β) πόση δουλειά θα κάνει
γ) πώς γνωρίζει ότι τελείωσε
δ) τι θα κάνει αφού τελειώσει αυτή τη δραστηριότητα
Το σύστημα εργασίας παρουσιάζεται στο παιδί είτε σε κάθετη ή οριζόντια διάταξη σε κάθε περιοχή διδασκαλίας.

• Το δομημένο εκπαιδευτικό υλικό

Η δομημένη προσέγγιση περιλαμβάνει τον σχεδιασμός και την ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού με οπτική οργάνωση και οπτικές οδηγίες για την χρήση του, οι οποίες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα σαφείς, ώστε το παιδί με αυτισμό να κατανοεί τις απαιτήσεις της κάθε δραστηριότητας. Με το οπτικοποιημένο υλικό αξιοποιούνται οι εξαιρετικές ικανότητες των ατόμων με αυτισμό στην οπτική αντίληψη και σκέψη και δημιουργούνται κίνητρα για την ενασχόληση τους με μία δραστηριότητα. Σύμφωνα με τη δομημένη προσέγγιση, οι παράμετροι για την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού υλικού για παιδιά με αυτισμό είναι:
α) οι οπτικές οδηγίες
β) η οπτική οργάνωση και
γ) η οπτική σαφήνεια (Mesibov, Shea, & Schopler, 2005? Schopler, Mesibov, & Hearsey, 1995).
Οι οπτικές οδηγίες δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο εκτέλεσης μιας δραστηριότητας. Ανεξάρτητα από την μορφή των οπτικών οδηγιών, το παιδί με αυτισμό μαθαίνοντας να ακολουθεί τις οπτικές οδηγίες των δραστηριοτήτων, τροποποιεί τις αντιδράσεις του σε μια δραστηριότητα και έτσι καλλιεργεί έναν ευέλικτο τρόπο σκέψης, που αποτελεί σημαντικό εφόδιο για την κατάκτηση της αυτονομίας του, στο βαθμό που είναι εφικτό.
Με την οπτική οργάνωση περιορίζονται τα αισθητηριακά ερεθίσματα που περιλαμβάνονται στα υλικά της δραστηριότητας. Με την τοποθέτηση των υλικών σε χωριστά κουτιά/ καλαθάκια/ μπολάκια/ ή και φακέλους, ο μαθητής διευκολύνεται να εστιάσει την προσοχή του μόνο στις πληροφορίες που συνδέονται με την εκτέλεση της δραστηριότητας. Επίσης, η σταθεροποίηση των υλικών (με τη χρήση velcro) διευκολύνει την οργάνωση των δραστηριοτήτων.
Η οπτική σαφήνεια αναφέρεται στην σηματοδότηση των αντικειμένων ή μερών της δραστηριότητας, έτσι ώστε ο μαθητής να είναι σε θέση να κατανοήσει καλύτερα το νόημα της δραστηριότητας. Η οπτική σαφήνεια επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, όπως την χρήση χρωμάτων, την υπογράμμιση λέξεων ή προτάσεων, την μορφοποίηση κειμένου (έντονα ή κεφαλαία γράμματα), την χρήση αριθμών. Για παράδειγμα, σε μία δραστηριότητα ταύτισης των αρχικών γραμμάτων λέξεων, το αρχικό γράμμα κάθε λέξης είναι υπογραμμισμένο και σε κεφαλαία μορφή ώστε το παιδί με αυτισμό να εστιάσει σε αυτό το μέρος της δραστηριότητας και να ολοκληρώσει την δραστηριότητα με επιτυχία. Η δομημένη προσέγγιση προσφέρει ένα οργανωμένο μαθησιακό περιβάλλον αξιοποιώντας τις οπτικές ικανότητες των παιδιών με αυτισμό ανταποκρίνεται καλύτερα στις εκπαιδευτικές ανάγκες και ιδιαίτερες διεργασίες επεξεργασίας των αισθητηριακών πληροφοριών σε σχέση με πιο παραδοσιακές συνθήκες διδασκαλίας που βασίζονται κύρια στην χρήση του προφορικού λόγου.

MAKATON (Μέθοδος εναλλακτικής επικοινωνίας)

Το Makaton είναι ένα πρόγραμμα που δίνει τη δυνατότητα σε όλους όσους παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών δυσκολιών στην επικοινωνία και το λόγο να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες και να τις χρησιμοποιήσουν με ένα απλό αλλά πολύ λειτουργικό τρόπο, έτσιώστε να μπορούν να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή, να χαίρονται, να έχουν επιλογές και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους.

Το Makaton μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα περιβάλλοντα δηλαδή στο σπίτι, στο σχολείο, στο χώρο απασχόλησης και εργασίας, σε κέντρα αναψυχής και άθλησης, στο Νοσοκομείο, Οικοτροφείο κ.λ.π.
Η διδακτική του προσέγγιση εστιάζεται, σε πρώτο επίπεδο, στην απόκτηση βασικών δεξιοτήτων επικοινωνίας και γλώσσας και σε ένα υψηλότερο επίπεδο, στην κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής. Η κατανόηση και χρήση του λόγου επιτυγχάνονται με τη χρησιμοποίηση νοημάτων ή και γραφικών συμβόλων που συνοδεύουν και υποστηρίζουν τον προφορικό λόγο.

ABA (Applied Behavior Analysis)

Μια από τις πιο γνωστές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις στο φάσμα του αυτισμού είναι η Εφαρμοσμένη ανάλυση της συμπεριφοράς, ABA ( Applied Behavior Analysis ). Η Εφαρμοσμένη Ανάλυση της Συμπεριφοράς βασίζεται στις αρχές του συμπεριφορισμού, στις βασικές θεωρίες συμπεριφοράς που διατυπώθηκαν από τους Watson(1913), Thorndike (1921), Skinner (1938) και άλλους. Στη δεκαετία του 1960 αυτές οι θεωρίες εφαρμόστηκαν στη δημιουργία εκπαιδευτικών πρακτικών για άτομα με αυτισμό. Η ανάλυση της συμπεριφοράς έχει σχέση με τις μεταβλητές που επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Βασική υπόθεση είναι πως η συμπεριφορά είναι το προϊόν της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. Η συνέπεια της κάθε συμπεριφοράς είναι αυτή που καθορίζει την επανάληψή της ή όχι. Δίνεται έμφαση στην κοινωνική μάθηση, και τονίζεται η επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Όσον αφορά στις επιθυμητές συμπεριφορές που θέλουμε να ενισχύσουμε, εφαρμόζεται στρατηγική μάθησης νέων δεξιοτήτων.
Η Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς βασίζεται στην τριάδα A. B. C.
A.Antecedent, ό,τι προηγείται της συμπεριφοράς.
B. Behavior, είναι η συμπεριφορά που παρατηρείται.
C.Consequence, είναι η συνέπεια της συμπεριφοράς.
Καθώς συμβαίνει η συμπεριφορά, ακολουθεί η συνέπεια αυτής της συμπεριφο- ράς. Αναλύοντας τις συνέπειες της συμπεριφοράς καταγράφουμε τα γεγονότα που ενισχύουν την επανάληψη της.
Η επιβράβευση είναι πολύ σημαντικό μέρος της Εφαρμοσμένης Ανάλυσης τηςσυμπεριφοράς. Κάθε μικρό κομμάτι μάθησης συνδέεται με ένα θετικό ενισχυτή, προκειμένου να επιδιώξουμε την επανάληψη της σωστής απόκρισης, που αποτελεί την επιθυμητή συμπεριφορά. Με αυτό τον τρόπο παρεμβαίνουμε στην ιδιοσυγκρασία του παιδιού, ανακαλύπτουμε τους ιδανικούς ενισχυτές για εκείνο και διατηρούμε τις επιθυμητές συμπεριφορές, ενώ είμαστε σε θέση να διδάξουμε νέες δεξιότητες. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην ΕΑΣ οι ανεπιθύμητες συμπεριφορές δεν τιμωρούνται, αλλά αγνοούνται και δεν επιβραβεύονται με αποτέλεσμα το ίδιο το παιδί να τις εγκαταλείψει. Το ίδιο το παιδί επιλέγει τις συμπεριφορές που του παρέχουν ενίσχυση-επιβράβευση, γιατί είναι κάτι που το ευχαριστεί.

PORTAGE

Το Portage ξεκίνησε το 1969 στο Wisconsin των Ηνωμένων Πολιτειών από μια δημόσια υπηρεσία για την Εκπαίδευση ατόμων με ειδικές ανάγκες. Σκοπός της ήταν να δώσει λύση στην έλλειψη παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε παιδιά προσχολικής ηλικίας τα οποία κατοικούσαν σε αραιοκατοικημένη αγροτική περιοχή. Η πρώτη πειραματική έκδοση δημοσιεύτηκε το 1972. Η ζήτηση ήταν αμέσως πολύ μεγάλη όπου ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους ήταν κρατικές υπηρεσίες άλλων Πολιτειών των Η.Π.Α., καθώς και πολλές ξένες χώρες Αυστραλία, Βέλγιο, Βενεζουέλα, Καναδάς, Ιαπωνία, Ισραήλ, Σουηδία, Νέα Ζηλανδία, Ουραγουάϊ, Τζαμάϊκα, Λίβανος, Μεξικό. Λίγα χρόνια μετά το 1976 υιοθετήθηκε και από τη Μεγάλη Βρετανία όπου εξαπλώθηκε σε πολλές πόλεις της χώρας. Η διάδοση του Οδηγού Προσχολικής Εκπαίδευσης Portage στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι γονείς ανακάλυπταν μέσα από το πρόγραμμά του πως να εκπαιδεύσουν οι ίδιοι το παιδί τους σε νέες δεξιότητες ή πως να αντιμετωπίζουν κάποιες ιδιαίτερες / δύσκολες συμπεριφορές. Το Portage επικεντρώνεται στο κάθε παιδί ατομικά διαπιστώνει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει και του παρέχει πρακτική βοήθεια και ενθάρρυνση. Το προσωπικό του προγράμματος λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία της έρευνας, τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις των αγοραστών που είχαν εφαρμόσει τον Οδηγό, επεξεργάστηκε βελτιώσεις σε όλα τα μέρη του Οδηγού στο διάστημα περίπου δύο ετών. Το 1997 ολοκληρώθηκε η ανανεωμένη έκδοση όπου την ίδια χρονιά μεταφράστηκε και στην ελληνική γλώσσα από την κα Άρτεμη Σακελλαριάδη. Η μετάφραση κυκλοφόρησε πιλοτικά στον περιορισμένο αριθμό των 50 αντιτύπων από την Ομάδα Ειδικού Ενδιαφέροντος για το Portage στην Ελλάδα του συλλόγου Εργοθεραπευτών.

To Portage χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στοιχεία:

1) Δομημένος τρόπος διδασκαλίας (Structured Teaching Technigue) μέσω των διδακτικών ενοτήτων και της ανάλυσης έργου.
• Αρχική εκτίμηση ικανοτήτων
• Διδακτικοί στόχοι
• Επιλογή στόχου προτεραιότητας
• Διδακτική μέθοδος
• Εβδομαδιαίες δρατηριότητες
• Επανεξέταση του στόχου
• Επανατροφοδότηση προγράμματος
2) Μοντέλο Θετικής Παρακολούθησης (Positive Monitoring System)
• Καθημερινά δραστηριότητες με το παιδί
• Εβδομαδιαία συνάντηση με τον εκπαιδευτή
• Κατά διαστήματα συνάντηση με τον επόπτη

Γονείς & εκπαιδευτής προγράμματος Portage

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο Οδηγός Προσχολικής Εκπαίδευσης Portage σχεδιάστηκε προκειμένου να μπορέσουν γονείς παιδιών με ειδικές ανάγκες να διδάξουν το παιδί τους στο σπίτι σε καθημερινή βάση.
Η εφαρμογή του προγράμματος στηρίζεται στη συνεργασία του εκπαιδευτή "επισκέπτη σπιτιού" με τους γονείς & το παιδί. Για την επιτυχή έκβαση του προγράμματος είναι απαραίτητη η αναγνώριση του ζωτικού ρόλου των γονιών, κάτι που το Portage θεωρεί ως στοιχείο "κλειδί ". Ο εκπαιδευτής συνεργάζεται με τους γονείς & το παιδί μία φορά την εβδομάδα. Αρχικά γονείς & εκπαιδευτές σημειώνουν μαζί τις δεξιότητες / συμπεριφορές του παιδιού στον Κατάλογο Αξιολόγησης Ικανοτήτων. Κάθε βδομάδα συμφωνούν τουλάχιστον για έναν στόχο όπου επιθυμούν να επιτευχθεί έως την επόμενη εβδομάδα σε συνδυασμό με μια δραστηριότητα που θα διδάσκεται κάθε μέρα. Μαζί σχεδιάζουν επίσης βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Ο εκπαιδευτής βοηθάει στη διαχείριση των προβληματικών συμπεριφορών και υποστηρίζει τους γονείς όταν υπάρχει ανάγκη. Το πρόγραμμα Portage συστήνει την εναλλαγή των διδακτικών μεθόδων και την εφαρμογή τους με διαφορετικό τρόπο για διαφορετικά παιδιά λαμβάνοντας υπ'όψιν τις ατομικές τους διαφορές. Οι μέθοδοι διδασκαλίας εφαρμόζονται είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το παιδί ανεξάρτητα από τη μέθοδο μπορεί να δέχεται κάποια μορφή βοήθειας όπως έμπρακτη, λεκτική, οπτική ή παράδειγμα. Οι προϋποθέσεις για αποτελεσματική μάθηση του παιδιού είναι το επίπεδο συνεργασίας, η διατήρηση συγκέντρωσης προσοχής και η ικανότητα μίμησης.

ΜΕΘΟΔΟΣ P.N.F (Proprioceptive neuromuscular facilitation-Ιδιοδεκτική νευρομυϊκή διευκόλυνση)

Η Ιδιοδεκτική Νευρομυϊκή Διευκόλυνση (PNF) είναι μια προηγμένη μορφή εκπαίδευσης ευκαμψίας που περιλαμβάνει την διάταση και τη σύσπαση μυϊκών ομάδων όπου επικεντρώνουμε.

Η μέθοδος αναπτύχθηκε αρχικά ως μια μορφή αποκατάστασης, και για το σκοπό αυτό είναι πολύ αποτελεσματική. Επίσης, είναι εξαιρετική για να εστιάσουμε σε συγκεκριμένες ομάδες μυών, όπως και για την αύξηση της ευκαμψίας, καθώς και για την βελτίωση της μυϊκής ισχύος.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ M.O.R.E (Motor-Oral-Respiration-Eye)

Η προσέγγιση αυτή έχει να κάνει με το γευστικό σύστημα, όπου η πρόσληψη δηλαδή των γευστικών ερεθισμάτων και η επεξεργασία αυτών από τον εγκέφαλο, επηρεάζουν αισθητικοκινητικά το παιδί και κατ' επέκταση επηρεάζονται και άλλοι σημαντικοί τομείς, όπως η ομιλία, η στάση κ.ά.
Ο πρωταρχικός στοματο-κινητικός μηχανισμός, το πρότυπο δηλαδή της απομύζησης-κατάποσης-αναπνοής, παίζει σημαντικότατο ρόλο στην αισθητικο-κινητική οργάνωση του παιδιού και μπορεί σαφέστατα να επηρεάσει και τομείς όπως το λόγο ,την ομιλία, τη σίτιση, αλλά και τομείς που δε σχετίζονται με το στόμα, όπως το στασικό έλεγχο, τον οπτικο-κινητικό συντονισμό (eye-hand coordination), τη συναισθηματική ωριμότητα.

TAPING

Είναι μία τεχνική κατά την οποία επικολλάται με ειδικό τρόπο επιδερμικά, αυτοκόλλητη υφασμάτινη υποαλλεργική ταινία (kinesiotape), σε μύες και αρθρώσεις. Χρησιμοποιείται σε τραυματισμούς, χαλάρωση μυών, καθώς και για σταθεροποίηση των αρθρώσεων

Διαγνωστικά εργαλεία

Στον τομέα της διάγνωσης οι ταμπέλες δεν αρέσουν σε πολλούς από εμάς. Ωστόσο μπορεί να είναι χρήσιμες κι ωφέλιμες σε κάποιες περιπτώσεις όπως σε παιδιά με αυτισμό και σύνδρομο Asperger. Χωρίς μια σωστή κι έγκαιρη διάγνωση, παιδιά που βρίσκονται στο αυτιστικό φάσμα μπορεί να καταδικαστούν σε μία άδικη αναξιοπρεπή ζωή και χωρίς να έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητές τους.

Σκοπός της διάγνωσης είναι:
• Να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τα προβλήματα
• Να δώσει κατευθυντήριες οδηγίες σε θεραπευτές, δασκάλους, γονείς για την κατάσταση του παιδιού
• Να προτείνει τρόπους αποτελεσματικού χειρισμού κι εκπαιδευτικές στρατηγικές.

Ένα σημαντικό βοηθητικό εργαλείο για την διάγνωση κάποιων αποκλίσεων είναι το :

DSM-IV (4η εκδ.) - (Εγχειρίδιο Διαγνωστικής και Στατιστικής της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας).

Αυτό εντοπίζει διαταραχές σε τρεις ευρείες περιοχές:
1. την κοινωνική αλληλεπίδραση
2. την επικοινωνία
3. τα στερεότυπα πρότυπα συμπεριφοράς ή ειδικών ενδιαφερόντων
Άλλο ένα σημαντικό εγχειρίδιο ταξινόμησης παθήσεων είναι το:

ICD 10
(10η αναθ.)-(Διεθνής ταξινόμηση των νόσων)
όπου κατηγοριοπιούνται διάφορες αποκλίσεις.

Στην προσχολική ηλικία τα τεστ που θα δώσουν χρήσιμες πληροφορίες είναι αυτά που αξιολογούν το λόγο, την ομιλία και τη φωνολογική ενημερότητα. Επί του παρόντος στην Ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν σταθμισμένα τεστ του λόγου της ομιλίας και της φωνολογικής ενημερότητας. Η αξιολόγηση βασίζεται κυρίως σε σύντομες εκτιμήσεις και γλωσσολογική ανάλυση δείγματος λόγου. Στην προσπάθεια για μια αντικειμενική εκτίμηση μπορεί να χρησιμοποιηθούν μεταφρασμένα τεστ από την Αγγλική γλώσσα όπως για παράδειγμα:

CELF
(Clinical Evaluation of Language Fundamentals -Preschool) (Wiig, Secord, Semel, 2000)


Το τεστ αυτό είναι για παιδιά που έχουν λόγο και χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των γλωσσικών ικανοτήτων για τις ηλικίες 3.0 -6 .11 χρόνων. Αποτελείται από έξι κλίμακες, τρεις αντίληψης (γλωσσολογικές έννοιες, αντίληψη προτάσεων, βασικές έννοιες) και τρειςέκφρασης του λόγου (επανάληψη προτάσεων, ονομασία αντικειμένων και λειτουργιών, δομή της λέξης δηλαδή παραγωγή γραμματικών δομών).

DENVER II
(Denver Developmental Screening Test Revised)


Αυτό χρησιμοποιείται για την αναπτυξιακή εξέταση παιδιών μέχρι την ηλικία των 6 ετών

Είναι ένα από τα πιο δημοφιλή και διαδεδομένα εργαλεία που χρησιμοποιούνται από του ειδικούς για την αξιολόγηση του επιπέδου της ανάπτυξης ενός παιδιού. Εξετάζει τους τομείς:

• Αδρή/λεπτή κινητικότητα
• Κοινωνικοποίηση
• Ικανότητα επίλυσης προβλημάτων
• Ομιλία τόσο η αντιληπτική ικανότητα όσο και το επίπεδο έκφρασης του λόγου.

Είναι ένα εργαλείο που χορηγείται σχετικά εύκολα και γρήγορα 15-20΄ λεπτά από άτομο εξειδικευμένο, και αφορά παιδιά από 0-6 χρόνων. Τα αποτελέσματα συνάγονται μέσα από τη σύνθεση των απαντήσεων των γονιών και της άμεσης αξιολόγησης και παρατήρησης των παιδιών από τον ειδικό. Προσφέρει πληροφορίες που βοηθούν στη σκιαγράφηση της εικόνας σχετικά με την ψυχοκινητική εξέλιξη του παιδιού, και τη γενικότερη λειτουργικότητά του στο παρόντα χρόνο τόσο σε επίπεδο κινητικών δεξιοτήτων, όσο και σε επίπεδο νοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων. Δεν παρέχει σαφής πρόγνωση της μακροπρόθεσμης εξέλιξης και πορείας του παιδιού και της μελλοντικής προσαρμογής του και δεν πρέπει να συγχέεται με εργαλεία και τεστ που χορηγούνται για τη σχολική ετοιμότητα.
Είναι ένα από μια σειρά εργαλείων με τον ίδιο σκοπό και αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης αξιολόγησης που προϋποθέτει διαγνωστική συνέντευξη με τους γονείς , λήψη πλήρους ιστορικού της οικογένειας και του παιδιού (κύηση, τοκετός, περιγεννητική περίοδος, γαλουχία), αξιολόγηση της λειτουργικότητας της οικογένειας , των σχέσεων μεταξύ των μελών, της σχέσης του κάθε γονέα με το παιδί, καθώς και άμεση αξιολόγηση και παρατήρηση του ίδιου του παιδιού και της αλληλεπίδρασης με τους γονείς του.

DETROIT Test (DTLA-P:3)

Το DTLA-P: 3 είναι μια γρήγορη, εύκολη χορήγηση δοκιμής για τη μέτρηση της γενικής ικανότητας των μικρών παιδιών. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε χαμηλής λειτουργικότητας παιδιά, σχολικής ηλικίας 3-0 με 9-11. Αποτελείται από έξι υπο-tests, μέτρηση γνωστικής ικανότητας σε τομείς όπως η γλώσσα, η προσοχή, και κινητικές ικανότητες.

GRIFFITHS TEST No II

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 οι κλίμακες Griffiths, που αρχικά ήταν σχεδιασμένο για τη μέτρηση των παιδιών από τη γέννηση μέχρι δύο ετών, επεκτάθηκαν για να καλύψουν τη γέννηση μέχρι οκτώ χρόνια και ένα έκτο κλίμακα (πρακτικής λογικής) προστέθηκε στα πέντε κλίμακες που αποτελούν το μέτρο για τα πρώτα χρόνια. Η πρώτη έκδοση δημοσιεύτηκε το 1970 και αναθεωρήθηκε το 1984. Η τρίτη και πιο πρόσφατη έκδοση δημοσιεύθηκε το 2006.

Οι έξι υπο-κλίμακες είναι:

Υπο-κλίμακα A: κινητικού: Αδρές κινητικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνοντας την ικανότητα να ισορροπήσει, να συντονίσει και να έχει έλεγχο των κινήσεων.

Υποκλίμακας B: Προσωπικό-Κοινωνικό: Να έχει ικανότητα στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, επίπεδο ανεξαρτησίας και αλληλεπίδρασης με άλλα παιδιά.

Υποκλίμακας Γ: Γλώσσα: δεκτική και εκφραστική.

Υποκλίμακας D: Οπτικο-κινητικός συντονισμός (μάτι-χέρι): λεπτές κινητικές ικανότητες, επιδέξιους χειρισμούς και οπτικο-κινητικές δεξιότητες.

Υποκλίμακας Ε: Επιδόσεις: οπτικοχωρικές δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένων της ταχύτητας εργασίας και ακρίβειας.

Υποκλίμακας F: πρακτικής λογικής: Η ικανότητα για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων, κατανόηση των βασικών μαθηματικών εννοιών και την κατανόηση των ηθικών ζητημάτων.

Ένα πακέτο σταθμισμένου εξοπλισμού απαιτείται για τη διαχείριση των στοιχείων στις κλίμακες Griffiths. Το σετ αποτελείται από 39 κομμάτια τα οποία μεταφέρονται σε θήκη. Επιπλέον, ένα βιβλίο σχεδιασμού και ένα έντυπο καταγραφής.

Έτσι και ένας καθηγητής Φυσικής Αγωγής μπορεί με μία εύχρηστη μέθοδο να καθορίσει την κινητική αναπτυξιακή κατάσταση, η οποία είναι πολύ σημαντική, γιατί με βάση την κινητική ανάπτυξη (αδρή και λεπτή) του παιδιού, θα καταρτισθεί και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με το οποίο θα γίνει η περαιτέρω εκπαίδευσή του. Επιπλέον, μπορεί να εκτιμήσει την οπτική και οπτικοκινητική αντίληψη του παιδιού, τα οποία αποτελούν βασικά στοιχεία για την ανάπτυξη της ώριμης κίνησης.
Οι κινητικές κλίμακες του Griffiths τεστ προσφέρουν τη δυνατότητα αντικειμενικής αξιολόγησης της κινητικής κατάστασης, του ρυθμού της κινητικής ανάπτυξης και της έγκαιρης αποκάλυψης κάποιας λανθάνουσας παρέκκλισης, χωρίς να απαιτείται μεγάλος χρόνος ή ειδικά όργανα. Επιπλέον, με το μεγάλο αριθμό των δεξιοτήτων που εξετάζει το τεστ, επιτυγχάνεται ο καθορισμός του κινητικού επιπέδου σε παιδιά με κινητικές δυσκολίες, καθώς και της παρακολούθησης της κινητικής εξέλιξης φυσιολογικών παιδιών και παιδιών με μειονεξίες μετά από θεραπευτική παρέμβαση.

TEST ΠΡΩΪΜΗΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ (Ζακοπούλου Β.)

Το τεστ αυτό δίνει τη δυνατότητα να διαγνωσθούν υπόνοιες, ενδείξεις και τάσεις για μελλοντική εμφάνιση δυσλεξίας. (Αποτελεί το κύριο όργανο μέτρησης σε παιδιά νηπιαγωγείου).

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗΣ (Βογινδρούκας Ι.)

Εξετάζει την επικοινωνιακή αλυσίδα με πυρήνα την κοινωνική αλληλεπίδραση. Όπως δεξιότητες που αναπτύσσονται: κοινωνικότητα, επικοινωνία, παιχνίδι, γλώσσα, ομιλία, γραφή.

BOSTON TEST

Απευθύνεται σε περιστατικά που παρουσιάζουν δυσκολίες λόγου μετά από κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο. Καλύπτει το μέρος της κοινωνικοποίησης με δραστηριότητες προσαρμογής.

ΑΘΗΝΑ TEST

Το Αθηνά-Τεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης είναι ?ια δέσ?η από επιμέρους διαγνωστικές δοκιμασίες, δεκατέσσερις (14) κύριες και ?ία (1) συμπληρωματική, οι οποίες αξιολογούν ένα ευρύτατο φάσμα κινητικών, αντιληπτικών, νοητικών και ψυχογλωσσικών διεργασιών. Οι κλί?ακες αυτές, όπως έχει δείξει η ψυχοπαιδαγωγική έρευνα και η κλινική πράξη, σχετίζονται ?ε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά για να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις του σχολείου.
Οι δοκιμασίες του Αθηνά-Τεστ είναι σε ?ορφή ψυχομετρικών κλιμάκων και αξιολογούν το επίπεδο και το ρυθμό ανάπτυξης του παιδιού σε διάφορους τομείς, όπως είναι: η νοητική ικανότητα, η άμεση ?νή?η ακολουθιών, η ολοκλήρωση ελλιπών παραστάσεων, η γραφο-φωνολογική ενημερότητα, καθώς και η νεύρο-ψυχολογική ωριμότητα, όπως είναι ο οπτικό-κινητικός συντονισμός, η πλευρίωση και ο προσανατολισμός του σώματος.

Το τεστ αυτό είναι ένα ανιχνευτικό εργαλείο σχολικής ετοιμότητας.
Το Α'Τεστ είναι το πρώτο ελληνικό τέστ για την ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών. Είναι το αποτέλεσμα της επιστημονικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε από τους Στέλιο Μαντούδη και Θωμαϊδου Λωρέττα, στο Ιατρείο της Αναπτυξιακής Παιδιατρικής του Νοσοκομείου Παίδων "Η Αγία Σοφία".
Το Α'-Τεστ έχει αναγνωριστεί από επίσημα όργανα και φορείς όπως την Παιδιατρική Εταιρεία, την Ιατρική Σχολή, Υπουργείο Υγείας και Παιδείας καθώς και επιστημονικά συνέδρια. Είναι η πιο κατάλληλη δοκιμασία για να γίνει προληπτικός έλεγχος σχολικής ετοιμότητας σε μεγάλους πληθυσμούς νηπίων, γιατί είναι εύκολο και γρήγορο στην εφαρμογή του. To Α'-Τεστ είναι στατιστικά σημαντικό γιατί εφαρμόστηκε σε 2000 ελληνόπουλα, ένας αριθμός μεγαλύτερος από οποιαδήποτε άλλη δοκιμασία. Τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών απέδειξαν ότι έχει ποσοστό αξιοπιστίας 99,8%. Επίσης, εφαρμόζεται με τα ίδια κριτήρια και την ίδια μεθοδολογία για όλα τα ελληνόπουλα. Αυτό κάνει αυτόματα τη δοκιμασία αντικειμενική, διότι είναι ίδια για όλα τα παιδιά και επίσης οι παιδίατροι και οι θεραπευτές την γνωρίζουν και εύκολα μπορούν να την ερμηνεύσουν. Το τεστ δεν διατίθεται στο εμπόριο αλλά γίνεται μόνο από πιστοποιημένους Συνεργάτες του Α'-Τεστ και η έκδοση των αποτελεσμάτων γίνεται μόνο από Η/Υ.

VINELAND
(Κλίμακες Προσαρμοστικής Συμπεριφοράς)


Αυτό είναι ένα διαγνωστικό εργαλείο, όπου μετρά και ελέγχει την επίδοση σε διάφορους τομείς, όπως, την επικοινωνία, δεξιότητες διαβίωσης, κινητικές δεξιότητες, δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές. Χρησιμοποιείται από ψυχολόγους, αναπτυξιολόγους και άλλους ειδικούς και εφαρμόζεται σε παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, παιδιά με ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας).

GMFCS For Cerebral Palsy
(Gross Motor Function Classification System)
(Α.Παπαβασιλείου, Χ.-Α. Ραπίδη, Κ.Πετροπούλου)

Αποτελεί ένα σύστημα ταξινόμησης αδρής κινητικής λειτουργίας παιδιών με εγκεφαλική παράλυση και βασίζεται στην κίνηση που ξεκινά αυθόρμητα μόνο του το παιδί, με ιδιαίτερη έμφαση στην καθιστή θέση και την βάδιση. Η ταξινόμηση γίνεται σε 5 levels(επίπεδα), ανάλογα με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των κινητικών λειτουργιών του παιδιού.

CARS
(Childhood Autism Rating Scale) (κλίμακα αυτισμού παιδικής ηλικίας)-(Ε.Schopler,R.Reichler,B.Rochen Renner)


Είναι ένα αξιολογητικό εργαλείο, όπου εκτιμά την επίδοση ή αλλιώς τις συμπεριφορές του παιδιού σε διάφορους τομείς όπως: συναισθηματική ανταπόκριση, χρήση κίνησης του σώματος, χρήση παιχνιδιών, προσαρμογή σε αλλαγές, οπτική αντίδραση, ακουστική αντίδραση, αντίδραση και χρήση των αισθήσεων γεύσης- όσφρησης- αφής, φόβος ή νευρικότητα, λεκτική, μη-λεκτική επικοινωνία, επίπεδο δραστηριότητας, βαθμός και σταθερότητα νοητικής ανταπόκρισης. Η κλίμακα αυτή, βοηθά να καθοριστεί η σοβαρότητα της συμπτωματολογίας του αυτισμού, καθότι ανάλογα με τη βαθμολογία (score), κατατάσσεται το παιδί σε μη-αυτιστικό σε μέτριο ή σοβαρό αυτισμό.

DLS
(Derbyshire Language Scheme)

Το Derbyshire Language Scheme είναι ένα σύστημα παρέμβασης για παιδιά που έχουν καθυστερήσεις ή δυσκολίες στην ανάπτυξη της κατανόησης και έκφρασης της γλώσσας (Masidlover, 2005). Ο σκοπός της DLS είναι να επιτρέψει στα παιδιά να αναπτύξουν κατανόηση κι έκφραση της γλώσσας με το δικό τους ρυθμό ακολουθώντας το αναμενόμενο πρότυπο ανάπτυξης. Η DLS διδάσκει τα παιδιά το σωστό περιεχόμενο, τη μορφή και χρήση ώστε να ενθαρρύνει τη ανάπτυξη της γλώσσας. Σκοπός είναι επίσης η πραγματολογία και η σύνταξη για την μεταφορά τους στην καθημερινή ομιλία του παιδιού.

Αποτελείται από δύο εγχειρίδια διδασκαλίας, μια σειρά γλωσσικών δοκιμασιών και έντυπα για την καταγραφή της προόδου του παιδιού.
Τα εγχειρίδια διδασκαλίας περιέχουν περιγραφές των ατομικών και ομαδικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στη βελτίωση της χρήσης και κατανόησης της γλώσσας. Αρχίζουν από χαμηλό επίπεδο, όπου θεωρείται ότι το παιδί δεν έχει καμία κατανόηση της γλώσσας και εκφραστικής ικανότητας. Από αυτό το σημείο το αναλυτικό πρόγραμμα κινείται με μικρά βήματα σε ένα επίπεδο όπου το παιδί αναμένεται να ακολουθήσει μια ακολουθία δύο εντολών, αφού τις ακούσει μόνο μία φορά (π.χ.: Βάλε το βιβλίο ζωγραφικής σου στο τραπέζι, και πήγαινε να μου φέρεις τα πάνινα παπούτσια σου). Η έκφραση του παιδιού θα πρέπει να έχει προοδεύσει σε σημείο όπου μια απλή αφήγηση να μπορεί να συνδέεται (π.χ.: Πήγα στο πάρκο με τη μαμά μου, και ταΐσαμε τις πάπιες. Ο αδερφός μου ήρθε με ... κλπ..). Θα πρέπει να υπάρχουν διάφοροι τύποι σύνθετων προτάσεων σε χρήση, δηλαδή: εκείνες με περισσότερα από ένα κύριο ρήμα (π.χ.: Έπεσε κάτω επειδή δεν είδε το κουτί Κλείδωσε την πόρτα, οπότε δεν μπορεί να βγει, κ.λ.π.).

CONNERS PARENT RATING SCALES

Είναι ένα μέσο που χρησιμοποιεί βαθμολογίες του παρατηρητή (παιδιάτρου-ειδικού) και του γονέα ή του δασκάλου για να βοηθήσει στην αξιολόγηση της ελλειμματικής προσοχής / υπερ-κινητικότητας (ΔΕΠ-Υ)- (ADHD) και της προβληματικής συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους.

Σύντομη Έκδοση (CPRS-R: S)

Το CPRS-R: S περιέχει 27 στοιχεία και καλύπτει ένα υποσύνολο των υποκλιμάκων και στοιχεία από το πλήρες έντυπο για τον γονέα. Οι κλίμακες περιλαμβάνουν:
• αντιδραστικότητα
• Γνωστικά προβλήματα / ελλειμματική προσοχή
• Υπερ-κινητικότητα
• κατάλογος ADHD

Παρέχονται έτσι πολύτιμες πληροφορίες για τη διάγνωση και ένα σημείο, πριν από την έναρξη της θεραπείας και την αποτελεσματικότητα αυτής με το χρόνο. Το τεστ χρησιμοποιείται για να δώσει ενδείξεις σχετικά με ΔΕΠ-Υ, βασικά μας λέει αν το παιδί έχει συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής, υπερ-κινητικότητας ή και τα δύο μαζί- αλλά μας δείχνει αν υπάρχουν και συμπεριφορές όπως ανησυχία (άγχος). Το παιδί σας μπορείνα φαίνεται απρόσεκτο στο σχολείο μα όχι και στο σπίτι. Να θυμάστε ότι είστε αυτός που εκτιμά την κατάσταση και αν δεν μπορείτε να δείτε κανένα σύμπτωμα, αυτό θα σημειωθεί στην κλίμακα. Εάν το παιδί σας εμφανίζει συμπτώματα «απροσεξίας» στο σχολείο, αλλά όχι στο σπίτι, είναι πιθανό ότι "απροσεξία του" δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στρατηγική για να αποφύγει αυτό που είναι δύσκολο γι 'αυτόν - και οι επαγγελματίες στο σχολείο αυτό το γνωρίζουν.

M-CHAT

Το M-CHAT είναι ένα ερωτηματολόγιο, που αναπτύχθηκε στο Πανεπιστήμιο του Connecticut Τμήμα Ψυχολογίας, και έχει σχεδιαστεί για να εξετάζει παιδιά ηλικίας 16 έως 30 μηνών για διαταραχές αυτιστικού φάσματος (ASD).
Το 23 στοιχείων, πλήρες έντυπο γονέα, έχει πιστοποιηθεί, γενικά χρειάζεται 2-5 λεπτά για να ολοκληρωθεί και σύντομο χρονικό διάστημα για τον ειδικό ή τον παιδίατρο να σημειώσει τη βαθμολογία.
Σημείωση: Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (ΑΑΡ) τώρα συνιστά την εξέταση σε δύο επισκέψεις: 18 μηνών και 24 μηνών. Επισκόπηση της βαθμολόγησης. Οι επιλογές είναι: "Ναι" και "Οχι". Παιδιά που αποτυγχάνουν σε περισσότερα από 3 οποιαδήποτε ερωτήματα ή 2 κρίσιμα ερωτήματα, και ειδικότερα αν τα σκορ παραμένουν ψηλά και μετά τη follow-up συνέντευξη, θα πρέπει να παραπέμπονται για διαγνωστική αξιολόγηση από ειδικό εκπαιδευμένο στην αξιολόγηση Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος σε πολύ μικρά παιδιά.
Ο κύριος στόχος είναι να μεγιστοποιήσει την ευαισθησία, δηλαδή να ανιχνεύει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις Διατ. Αυτ. Φάσματος. Το έντυπο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία, αλλά είναι ελεύθερο και διαθέσιμο στο διαδίκτυο.